Γράφει ο Οδυσσέας Αϊβαλής *
Το εθνικό αίσθημα και οι εκμεταλλευόμενοι.
Το εθνικό αίσθημα σήμερα μπορεί να έχει προοδευτική μορφή ή οδηγεί στον εθνικισμό; Ο ελληνικός εθνικισμός είναι εθνικισμός των καταπιεσμένων; Δηλαδή η ελληνική αστική τάξη είναι κυρίαρχη ή υποτελής; Κερδίζει ή χάνει μέσα στην κρίση; Αν η εθνική στρατηγική είναι τα Μνημόνια; Υπάρχει σήμερα πεδίο ανάπτυξης εθνικών-απελευθερωτικών αγώνων; Οι εθνικές επιλογές της Αριστεράς στο παρελθόν οδήγησαν σε νίκες ή σε ήττες;
Ξεκινώντας από το τελευταίο ερώτημα, αξίζει να δούμε εν συντομία τα παραδείγματα της αριστεράς στην Γαλλία και στην Ιταλία, εκεί δηλαδή όπου η αριστερά επέλεξε τη στρατηγική της «εθνικής υπευθυνότητας» ως απάντηση στην οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970.
Στην Ιταλία, λοιπόν, και με τη στρατηγική του Ιστορικού Συμβιβασμού, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα «ανέλαβε τις ευθύνες του» απέναντι στο έθνος, προκειμένου να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση και τον υπαρκτό κίνδυνο που αντιπροσώπευε η δεξιά τρομοκρατία. Βάζοντας ως πρώτο το εθνικό συμφέρον, το ιταλικό Κ.Κ. έγινε ο εγγυητής ενός ευτελισμένου πολιτικού συστήματος και των οικονομικών προτεραιοτήτων της ιταλικής αστικής τάξης. Η «κόκκινη λιτότητα», η νομιμοποίηση δηλαδή της λιτότητας από την ιταλική αριστερά για την «εθνική σωτηρία», δεν είχε κανένα όφελος για την εργατική τάξη. Αντίθετα, η ίδια άρχισε έκτοτε να χάνει όσα είχε κερδίσει με τους αγώνες της όλο το προηγούμενο διάστημα.
Ένα δεύτερο παράδειγμα αριστεράς «εθνικών προδιαγραφών» είναι η συνεργασία του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Γαλλία, μεταξύ 1981 και 1984. Την εποχή αυτή εφαρμόστηκε μια στρατηγική με εθνική απεύθυνση, με στοιχεία κρατισμού και κυβερνητισμού. Υποτιμήθηκε η αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας, ενώ στο επίκεντρο βρέθηκε η πρόοδος της εθνικής οικονομίας, με ένα είδος οικονομικού εθνικισμού («να παράγουμε γαλλικά / να αγοράζουμε γαλλικά») χωρίς αντικαπιταλιστικά προτάγματα. Οι πολιτικές επιλογές της γαλλικής και της ιταλικής αριστεράς οδήγησαν τελικά στην ήττα των αριστερών κυβερνητικών παρεμβάσεων και των αντίστοιχων εργατικών τάξεων, αφού δε μπόρεσαν να ενσωματώσουν στοιχεία ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού [1].
Εθνικό αίσθημα και ελληνική αστική τάξη
Η ελληνική αστική τάξη, όντας από τις πιο πρωτοπόρες σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσον αφορά την επίθεση της στην εργασία ώστε να ανακάμψει η κερδοφορία του κεφαλαίου, δείχνει τον δρόμο για το σύνολο των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Η υιοθέτηση εθνικών αισθημάτων από τις εκμεταλλευόμενες τάξεις, με την προτροπή μάλιστα της αριστεράς, συχνά οδηγεί έξω από το πεδίο της ταξικής πάλης. Τι κάνουμε, για παράδειγμα, με τους μετανάστες εργάτες γης στη Μανωλάδα; Και τι λέμε στους γερμανούς ενοικιαζόμενους εργαζόμενους των one euro jobs; Τι είδους συμμαχία μπορεί να προκύψει με τους έλληνες εργοδότες που πυροβολούν μετανάστες και έλληνες εργαζόμενους επειδή διεκδικούν τα δεδουλευμένα τους;
Τάξεις, κράτος, έθνος
Αν μία από τις μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η αστική ταξική εξουσία είναι το κράτος, είναι το κράτος που κατασκευάζει μια ιστορία και ένα έδαφος: το έθνος είναι η εδαφικοποίηση μιας ιστορίας κατασκευασμένης και η ιστορικοποίηση ενός εδάφους. Στη συντηρητική της εκδοχή, η συγκρότηση αυτή έχει χαρακτηριστικά φυλετικά. Υπάρχει κάποια φυλή που είναι ιστορικά ξεχωριστή, άρα ανώτερη από τις υπόλοιπες, που έχει καθαρότητα και παράγει ένα λαό που ενσαρκώνει στην εκάστοτε συγκυρία τη φυλή. Το ιδεολογικό αυτό υποσύνολο αναπαράγει και συγχωνεύει έτσι το ρατσισμό με τον εθνικισμό [2].
Επιπλέον, οι μηχανισμοί διαδασκαλίας της γλώσσας και της ιστορίας, και οι κρατικοί μηχανισμοί στο σύνολό τους, εντάσσουν το άτομο ως πολίτη μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αποτελώντας έτσι τους κύριους ιδεολογικούς μηχανισμούς που δημιουργούν την εθνική ταυτότητα και, συμμετρικά, την εθνική εχθρότητα. Οι καθημερινές βιωμένες δράσεις στο πλαίσιο αυτών των μηχανισμών, δίνουν την αίσθηση της ένταξης σε μια κοινότητα με κοινό συμφέρον: «είμαστε στην ίδια βάρκα, επομένως όλοι μαζί θα αντιμετωπίσουμε την κρίση». Το πρόβλημα, λοιπόν, η απειλή, και σε τελική ανάλυση ο εχθρός, είναι οι ξένοι, που στη σημερινή συγκυρία, παίρνουν δύο μορφές: αφενός πρόκειται για τους ξένους ως ιμπεριαλιστές και, αφετέρου, για τους ξένους ως μετανάστες. Αυτό είναι το δίπολο Έλληνες-ξένοι που κινεί την ιστορία.
Όπως κάθε ιδεολογία, έτσι και η εθνική ιδεολογία έχει πάντα υλική υπόσταση: δεν είναι μόνο ιδέες, αλλά και πρακτικές, που εγχαράσσονται στα άτομα και εκφράζονται στην καθημερινή δράση τους μέσα. Με αυτόν τον τρόπο οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους αποτελούν καθοριστικό στοιχείο για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κυριαρχίας μέσα από τη διαρκή προβολή, διδαχή και επιβεβαίωση ιδεολογημάτων [3].
Αποτέλεσμα της επίδρασης των ιδεολογικών μηχανισμών είναι η πεποίθηση ότι το έθνος αποτελεί πρωταρχική ενότητα, που υπερβαίνει όλες τις διαιρέσεις μέσα στην κοινωνία. Ότι έχει αξίες και συμφέροντα τα οποία προηγούνται όλων των άλλων αξιών και συμφερόντων, όλων των ταξικών διαιρέσεων της κοινωνίας. Έτσι σφυηρλατείται η ιδεολογία της εθνικής ενότητας και του εθνικού συμφέροντος, που ταυτίζεται με το συμφέρον της (εθνικής) κυρίαρχης τάξης. Για την εθνική ιδεολογία, το έθνος είναι η θρησκεία της αγάπης για όσους ανήκουν σε αυτό. Όμως η ίδια θρησκεία αντιμετωπίζει με σκληρότητα και μισαλλοδοξία τους αλλόθρησκους, δηλαδή τους ξένους. Το έθνος δεν υπάρχει χωρίς το αμυντικό μίσος του πατριώτη που, ανάλογα με την ιστορική συγκυρία, μετατρέπεται σε μίσος του εθνικιστή [4].
Στο μέτρο που αναγνωρίζουμε τους ταξικούς και κοινωνικούς αγώνες ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, δεν θα μπορούσαμε να μην θέτουμε την πολιτική, δηλαδή την ταξική σύγκρουση, στο κέντρο κάθε ερμηνευτικής προσπάθειας. Η αριστερά απαιτείται να σκέφτεται και να δρα διεθνιστικά, δηλαδή πρωτίστως απέναντι στο «εθνικά δικό της» κράτος και το «εθνικά δικό της» κεφάλαιο, και να αναδεικνύει υπερεθνικές λύσεις για υπερεθνικά προβλήματα. Μια διεθνιστική παρέμβαση δεν υποτιμά τη σημασία του εθνικού κράτους και των εθνικών αισθημάτων, αντιλαμβάνεται όμως ότι ο βασικός αντίπαλος είναι η «δική μας» αστική τάξη. Η διεθνής επίθεση του κεφαλαίου προϋποθέτει μια διεθνή δράση των εργαζόμενων, και γι΄ αυτό και τα ανάλογα «αισθήματα». Αν οι εθνικές απαντήσεις της δεκαετίας του 1970 ήταν μια φορά λάθος, σήμερα δεν υφίστανται τέτοιες σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό [5].
______________
Σημειώσεις:
1. Χρήστος Λάσκος & Ευκλείδης Τσακαλώτος (2011), Χωρίς επιστροφή,Αθήνα: ΚΨΜ.
2. Γιάννης Μηλιός (2012). Η έννοια της ηγεμονίας. Μια πρώτη προσέγγιση στη
μετεκλογική συγκυρία, Θέσεις, τεύχος 121.
3. Ό.π.
4. Ηλίας Ιωακείμογλου, Ένας άγριος την 28η Οκτωβρίου, Red Notebook [http://rednotebook.gr/details.php?id=7312]
5. Λάσκος & Τσακαλώτος, ό.π.
αναδημοσίευση από RedNotebook.gr| 05.12.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου