ΕΦΥΓΕ σήμερα το πρωί από τη ζωή
η σπουδαία θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη.
H Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 13/12/1928* με καταγωγή από πατέρα από το Ρέθυμνο (χωριό Ρούστικα) και ήταν μικρότερη αδελφή του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη. Η Λούλα Αναγνωστάκη σπούδασε και πήρε πτυχίο από τη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Παντρεύτηκε (σε δεύτερο γάμο) τον συγγραφέα και καθηγητή ψυχιατρικής Γιώργο Χειμωνά και είναι η μητέρα του συγγραφέα Θανάση Χειμωνά, (πρώτος γάμος με τον κριτικό θεάτρου Μηνά Χρηστίδη).
Η νεκρώσιμος ακολουθία θα τελεστεί την Τρίτη 10/10 στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών στις τέσσερις το μεσημέρι.
~~~
Eμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την «Τριλογία της πόλης» («Η διανυκτέρευση», «Η πόλη», «Η παρέλαση»), που παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν. Το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της «Η συναναστροφή», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: «Αντόνιο ή το Μήνυμα» (1972), «Η νίκη» (1978), «Η κασέτα» (1982), «Ο ήχος του όπλου» (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν.
Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη - Κώστα Καζάκου παρουσίασε το «Διαμάντια και μπλουζ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε το «Ταξίδι μακριά» από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο «Ο ουρανός κατακόκκινος» από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το «Σ' εσάς που με ακούτε» από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν, επίσης, παρουσιαστεί από αθηναϊκούς θιάσους και Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ).
Η Αναγνωστάκη αποτυπώνει επί σκηνής το εσωτερικό τοπίο του σύγχρονου Έλληνα και τις μεταβολές του υπό την επίδραση της Ιστορίας. Πραγματεύτηκε τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας, όπως το τραύμα, η ενοχή, η μοναξιά και η ήττα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, η Αναγνωστάκη συγκεντρώνει την προσοχή της στον εγκλωβισμό των ανθρώπων και στα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου: τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας και το αίσθημα ασφυξίας του ατόμου.
~~~~~~
Η Λούλα Αναγνωστάκη αυτοβιογραφείται στη LIFO, στον Σταύρο Διοσκουρίδη.
(Σε μια από τις ελάχιστες, συνεντεύξεις της, η κορυφαία θεατρική συγγραφέας της Ελλάδας που πέθανε σήμερα, μίλησε με πρωτοφανή ειλικρίνεια και απλότητα):
"Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Στην Αγία Σοφία. Τότε που άνθιζε ο πόλεμος. Πολύ μικρή, αλλά τον θυμάμαι. Tον Eμφύλιο τον έζησα, μεγάλωσα μέσα από αυτόν. Σχολείο πήγα εκεί. Ήμουν καλή, αλλά όχι πρώτη μαθήτρια. Πέρασα Νομικά στη Θεσσαλονίκη. Δεν ήθελα με τίποτα να γίνω δικηγόρος. Πήρα το πτυχίο, πήρα και το χαρτί από τον Άρειο Πάγο, έτσι, για να μη λένε. Μου φαινόταν σαχλό σκηνικό το δικαστήριο. Όλη αυτή η σοβαροφάνεια, το να φορέσεις καλό σακάκι, αυτό, το άλλο. Γελούσα με κάτι τέτοια, ενώ οι συμφοιτητές μου το έβρισκαν φυσικό.
Παντρεύτηκα στην Αθήνα κι έμεινα εκεί. Αλλά τότε δεν λογάριαζα πόλεις ή πού θα μείνω. Απλώς επέλεξα την Αθήνα. Μετά την ανακάλυψα σιγά σιγά και μου άρεσε πάρα πολύ.
Στην οικογένεια γράφαμε πάντα κρυφά ο ένας από τον άλλο. Ο γιος μου ο Θανάσης μόνο δημοσιευμένα τα δείχνει. Το ίδιο έκανε και ο αδερφός μου, ο Μανόλης. Περίεργος άνθρωπος ο Μανόλης. Είχε έναν κρυμμένο δυναμισμό. Τον έπιανε ο ενθουσιασμός, αλλά τον τραβούσε η γυναίκα του πίσω. Άλλα πράγματα ήθελε από τη ζωή του. Δεν ήθελε να έχει παντρευτεί, ήθελε να πάει στον ένοπλο αγώνα. Ο άντρας μου, ο Γιώργος ο Χειμωνάς, μου τα έδειχνε πριν δημοσιευτούν. Αλλά σαν τελειωμένα. Εγώ τα έδειχνα στον Γιώργο. Ήθελα τη γνώμη του. Μου έλεγε πάντα ότι ήταν ωραία, πράγμα που δεν ξέρω καθόλου αν ήταν αλήθεια.
Ήθελα να γίνω γνωστή. Όχι μετά μανίας, αλλά ήθελα. Να, βλέπετε, είμαι ειλικρινής. Τον Χειμωνά δεν τον ζήλευα καθόλου. Ποτέ. Ούτε εγώ, ούτε αυτός. Τον θαύμαζα. Ήταν εξαιρετικός. Η σωστή λέξη είναι αεικίνητος. Τον γνώρισα σχεδόν ταυτόχρονα με το έργο του. Είχα διαβάσει ένα νεανικό του, τον Πεισίστρατο, αλλά φαινόταν όλο το ταλέντο του. Δεν το κατάλαβα και πολύ. Όλα τα έργα του ήταν εξαιρετικά. Και ο θαυμασμός μου εμένα ήταν αληθινός και όχι επειδή ήταν κι ένας κούκλος. Δεν θυμάμαι να τον έχω βάλει σε κάποιο θεατρικό, επειδή απλά μπορεί να τον έχω βάλει και σε όλα. Ο Θανάσης, από την άλλη, δεν διάβαζε καθόλου. Όλη την ώρα στην τηλεόραση. Και με τον Ολυμπιακό. Ήμουν κι εγώ Ολυμπιακός, παρακολουθούσα πολύ την ομάδα και θύμωνα και με όσους δεν ήταν Ολυμπιακοί.
Είχα άγχος για τη δουλειά μου, αλλά είναι πιο εύκολο να είσαι απλός στη ζωή παρά στο γράψιμο. Αφιερωνόμουν πολύ σε αυτό. Αλλά έγραφα γρήγορα. Πολύ το γούσταρα. Οι λέξεις είναι ωραίες. Δεν με δυσκόλεψε κανένα έργο. Πήγαινε σερί το γράψιμο. Την Παρέλαση την έγραψα αμέσως. Είχε δύο μονόπρακτα ο Κουν που δεν του πήγαιναν και μου είπε «γράψε μου ένα έργο». Γύρισα σπίτι και το έγραψα σ’ ένα βράδυ. Τώρα μου έρχονται ιδέες, αλλά τις διώχνω. Άλλοτε τις περίμενα να έρθουν, τώρα μου έρχονται χωρίς να τις αποζητώ.
Στις πρόβες πήγαινα, αλλά όχι με πάθος. Ντρεπόμουν. Οι παρεμβάσεις μου ήταν μυστικές και μόνο στον σκηνοθέτη. Αν είχα πολύ θάρρος, στον ηθοποιό. Αλλά πολύ διακριτικά. Ήθελα πάρα πολύ να γίνουν αυτές οι αλλαγές, αλλά δεν επέμενα. Ήμουν φρόνιμη. O Koυν με ρωτούσε πάντα και μόλις του έλεγα κάτι, ορμούσε στους ηθοποιούς. «Κάνε το αλλιώς, ηλίθιε». Ήταν πολύ αγχώδης, αλλά είχε ένα άγχος που πήγαινε μαζί με τη ζωή του. Συνεχώς σκεφτόταν το έργο που έκανε εκείνη την ώρα. Τίποτε άλλο. Τουλάχιστον όταν ήταν μαζί μου. Με τους δικούς του, δεν ξέρω.
Οι χαρακτήρες που με τραβούσαν ήταν αυτοί που στο τέλος σκοτώνονταν. Εγώ τους κάνω υπερβολικούς τους Έλληνες. Δεν είναι. Είναι αδικημένος λαός. Όσο και αν τη χτυπάω μέσα από τα έργα μου, είμαι υπέρ της Ελλάδας.
Παρά τα όσα γίνονται, δεν νιώθω την ανάγκη να πω κάτι. Η πολιτική, όπως και στα έργα μου, γίνεται ενώ εμείς ζούμε την καθημερινή μας ζωή. Την παράγουμε κι εμείς, ακολουθώντας τη σειρά. Δεν ψάχνω να βρω τις αιτίες πια που συμβαίνουν τα πράγματα. Παλιά έψαχνα. Και τσακωνόμουν για την πολιτική. Σήμερα, ας πούμε, δεν νομίζω ότι έγιναν λάθη όσον αφορά τον Εμφύλιο. Αυτό που έγινε τώρα είναι λάθος. Θα σας πω την άποψή μου λιγάκι χονδροειδώς. Πιστεύω ότι όλες οι πληγές του παρελθόντος πέρασαν. Αυτό που δεν θα περάσει είναι αυτό που γίνεται με το Μνημόνιο.
Ήθελα να παίξω στο "Ο ουρανός κατακόκκινος". Αλλά θα ήταν εκκεντρικό νομίζω. Ήταν ιδέα της Μαλβίνας. «Παίξ’ το», μου λέει, «είναι ευκαιρία. Θα χαλάσει κόσμο». Αλλά δεν το έπαιξα. Τώρα μπορεί και να το έχω μετανιώσει που δεν το έκανα.
Θύμωνα με τις κακές κριτικές, για μια μέρα όμως μόνο. Eίχα πάρει μια φορά τον Γεωργουσόπουλο τηλέφωνο και μου είχε πει «α, εσείς είστε, αριστούργημα το έργο σας» κ.λ.π. και του απαντώ, «μα, πώς γίνεται, αφού εσείς το βρίζετε». Είναι περίεργοι άνθρωποι οι κριτικοί. Δεν πιστεύω σε αυτούς. Περισσότερο, δηλαδή, απ’ ό,τι πιστεύω στους ανθρώπους.
Έχω να δω έργο μου δέκα χρόνια. Δεν έχω καμιά περιέργεια. Μου έχει φύγει πια. Όχι, ούτε στο θέατρο, ούτε πουθενά. Δεν θέλω να βγαίνω έξω. Παλιά έβγαινα κάθε βράδυ. Εδώ, στο Κολωνάκι. Σινεμά στο Έμπασσυ, καθόμουν με τις ώρες στη Βιβλιοθήκη. Είναι ένα καφέ όπου τρώει και πίνει κανείς. Πάνε τσόκαρα, πάνε καθηγήτριες, πάνε όλοι. Τελευταία φορά βγήκα πριν από τρία χρόνια, να πάω στον οδοντογιατρό. Μου αρέσει εδώ που κάθομαι. Έρχονται εδώ άνθρωποι που θέλω, που έχω κάτι να συζητήσω μαζί τους. Βλέπω τηλεόραση, αλλά δεν διακρίνω τα γράμματα. Πολλά ελληνικά έργα, συζητήσεις και ειδήσεις. Ευτυχώς που δεν πάω θέατρο πια. Μαρτύριο είναι το θέατρο. Μαρτύριο, επειδή γράφω θέατρο.
Ό,τι ώρα θέλω ξυπνάω, ό,τι ώρα θέλω κοιμάμαι. Ό,τι θέλω κάνω. Κάνω έναν περίεργο ύπνο, που είναι ταυτόχρονα ελαφρύς και βαθύς. Βλέπω φοβερά όνειρα. Αυτό είναι το μόνο ανεξήγητο. Βλέπω όνειρα τα οποία δεν έβλεπα παλιά. Πρόσωπα περίεργα, δρόμους περίεργους. Τρομερούς, μεγάλους δρόμους που ξαφνικά στενεύουν και στη στροφή βλέπω μία τρομερή μορφή. Αλλά ξυπνάω πολύ ήσυχη. Ξανακοιμάμαι και ξαναβλέπω το ίδιο όνειρο να συνεχίζεται. Αλλά αυτό δεν γινόταν ποτέ. Σηκώνομαι, ανάβω το φως, το σβήνω, ξανά το ίδιο όνειρο. Ανεβαίνω σκάλες, σκάλες. Δρόμους. Απαίσιους δρόμους. Σπίτια, το ένα δίπλα στο άλλο κι εγώ να προχωρώ ανάμεσα.
Όλοι με κατηγορούν ότι δεν είμαι νοικοκυρά. Δεν μαγείρεψα ποτέ. Είχα κόμπλεξ με αυτό και το έκρυβα. Ζήλευα, όχι όμως παθολογικά. Δεν νιώθω καθόλου εκκεντρική. Αυτό που ζω τώρα, βέβαια, είναι εκκεντρικό, αλλά εγώ το βρίσκω φυσιολογικό. Επίσης, τι θα πει πνευματικός άνθρωπος; Σαχλαμάρα. Είναι μόνο αυτοί που κάθονται και σκέφτονται ένα μεγάλο πρόβλημα της κοινωνίας ή γενικότερα; Λένε «πνευματικός» και εννοούν από καθηγητές πανεπιστημίου μέχρι τυχάρπαστους ηθοποιούς".
_________
* (αναφέρει η Βικιπαίδεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου